- πολυδάκτυλα
- πολυδάκτυλοςmanytoedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυδάκτυλος — η, ο / πολυδάκτυλος, ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν 1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.) νεοελλ. (βιολ. ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκτυλος (πρβλ. μακρο δάκτυλος)] … Dictionary of Greek